- λυμάτων
- λῡμάτων , λῦμαwater used in washingneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
LYMAX — Arcadiae fluv. Paus. Nomen habuit ἀπὸ τῶ λυμάτων, i.e. a purgamentis, quae in eum Rhea cum lustraretur, coniecerat, Paus. Achaicis. Vide Franc. Ross. Arch. Attic. l. 5. c. 6. ubi de Puerperarum lustrationibus … Hofmann J. Lexicon universale
αερισμός — ο [αερίζω] τεχνολ. 1) η εξασφάλιση τής κινήσεως, τής κυκλοφορίας και τού ποιοτικού ελέγχου τού αέρα σε έναν κλειστό χώρο. Ο αερισμός περιλαμβάνει τη διοχέτευση καθαρού αέρα καθώς και την απομάκρυνση τού μολυσμένου αέρα από τον χώρο αυτό 2) γενικά … Dictionary of Greek
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
βιολογικός — ή, ό (Μ βιολογικός, ή, όν) νεοελλ. 1. ο σχετικός με τη βιολογία 2. φρ. α) «βιολογικό όπλο» όπλο που χρησιμοποιεί ζωντανούς οργανισμούς (έντομα, μικρόβια) ώστε να προκαλέσει ασθένειες ή το θάνατο σε ανθρώπους, ζώα, φυτά β) «βιολογικός πόλεμος»… … Dictionary of Greek
βυτίο — το 1. βαρέλι 2. μεταλλικό δοχείο μεγάλων διαστάσεων για εναποθήκευση ή μεταφορά υγρών καυσίμων, λυμάτων κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < *βυτίον < λατ. buttia, buttis «βαρέλι» (βλ. και βουτσί)] … Dictionary of Greek
βυτιοφόρο — το όχημα εφοδιασμένο με βυτίο για τη μεταφορά υγρών καυσίμων ή λυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυτίο + φορο < φέρω. Η λ. βυτιοφόρος μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πηλοσωλήνας — ο, Ν σωλήνας κατασκευασμένος από ψημένο πηλό που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά διαφόρων υγρών, κυρίως όμως τών λυμάτων σε αποχετεύσεις και υπονόμους, λούκι, κιούγκι … Dictionary of Greek
προχυτήριον — τὸ, Α χώρος έκχυσης λυμάτων, αποχέτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προχέω + επίθημα τήριον (πρβλ. περι χυ τήριον)] … Dictionary of Greek
υδραυλικός — ή, ό / ὑδραυλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕδραυλος / ὕδραυλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση τού νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα («υδραυλικός μηχανισμός») νεοελλ. 1. υδρευτικός («υδραυλική εγκατάσταση» σύστημα σωληνώσεων και… … Dictionary of Greek